- πορνικοῦ
- πορνικόςof or for harlotsmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πορνογραφία — η η συγγραφή ή το σύνολο των γραπτών έργων πορνικού περιεχομένου: Η πορνογραφία είναι πολύ διαδομένη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πορνοταινία — η κινηματογραφική ταινία πορνικού περιεχομένου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)